αγαλάχτιστος

αγαλάχτιστος
η , ο небелёный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγαλάχτιστος" в других словарях:

  • αγαλάχτιστος — η, ο [γαλαχτίζω] (για ζύμη και ψωμί) αυτός που δεν γαλαχτίστηκε, δεν βράχηκε δηλ. με τα χέρια κατά το ζύμωμα, ώστε να παραχθεί γαλακτώδης ουσία από το άμυλο και το νερό, η οποία απορροφάται βαθμηδόν από τη ζύμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»